σπάσιμο

σπάσιμο
το
1. το να σπάζει κάποιος: Απαγορεύεται το σπάσιμο των πιάτων στα κέντρα διασκέδασης.
2. κάταγμα: Διαπιστώθηκε με την ακτινογραφία ότι έχει ένα σπάσιμο στο χέρι.
3. κήλη, κατέβασμα.
4. «σπάσιμο των τιμών», μείωση των τιμών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • ανάρρηξη — η (Α ἀνάρρηξις) [αναρρήγνυμι] το σπάσιμο, το άνοιγμα που προκαλείται από σπάσιμο …   Dictionary of Greek

  • διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… …   Dictionary of Greek

  • κυματωγή — η (Α κυμοτωγή) το σημείο τής ακτής όπου σπάζουν τα κύματα νεοελλ. το σπάσιμο τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυματο αγή με συναίρεση < κῦμα, α τ ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόκλαση — η σπάσιμο τών δοντιών που προκαλείται από χτύπημα ή από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κλάση «σπάσιμο» (< κλῶ «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • περίρρηξις — ήξεως, ἡ, ΜΑ [περιρρήγνυμι] μσν. διάνοιξη τραύματος αρχ. 1. απόσπαση και πτώση γύρω γύρω, ιδίως σπάσιμο οστών ή απογύμνωση τους από νεκρές σάρκες 2. κυκλικό, περιφερικό σπάσιμο …   Dictionary of Greek

  • φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”