σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
ανάρρηξη — η (Α ἀνάρρηξις) [αναρρήγνυμι] το σπάσιμο, το άνοιγμα που προκαλείται από σπάσιμο … Dictionary of Greek
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
κυματωγή — η (Α κυμοτωγή) το σημείο τής ακτής όπου σπάζουν τα κύματα νεοελλ. το σπάσιμο τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυματο αγή με συναίρεση < κῦμα, α τ ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
οδοντόκλαση — η σπάσιμο τών δοντιών που προκαλείται από χτύπημα ή από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κλάση «σπάσιμο» (< κλῶ «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
περίρρηξις — ήξεως, ἡ, ΜΑ [περιρρήγνυμι] μσν. διάνοιξη τραύματος αρχ. 1. απόσπαση και πτώση γύρω γύρω, ιδίως σπάσιμο οστών ή απογύμνωση τους από νεκρές σάρκες 2. κυκλικό, περιφερικό σπάσιμο … Dictionary of Greek
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek